ἀρτίχυτος

ἀρτίχυτος
ἀρτί-χῠτος, ον,
A just poured or shed,

φόνος Opp.H.2.617

;

αἷμα Nonn.D.39.226

.
II [voice] Act., μαζός ib.13.431.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αρτίχυτος — ἀρτίχυτος, ον (Α) 1. ο μόλις χυμένος 2. φρ. «ἀρτίχυτος μαζός» ο μαστός που τώρα μόλις αρχίζει να βγάζει γάλα …   Dictionary of Greek

  • ἀρτιχύτοιο — ἀρτίχυτος just poured masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιχύτοις — ἀρτίχυτος just poured masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιχύτων — ἀρτίχυτος just poured masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιχύτῳ — ἀρτίχυτος just poured masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”